ρεζές

ρεζές
ο άκλ. петля (дверная, оконная)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρεζές" в других словарях:

  • ρεζές — ο, Ν στρόφιγγα θύρας ή παράθυρου, μεντεσές, κλάπα, μάσκουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reze] …   Dictionary of Greek

  • θαιρός — ό (Α θαιρός) νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος 2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»